- ἀποστάξεως
- ἀποστάξεω̆ς , ἀπόσταξιςnose-bleedingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… … Dictionary of Greek
τζιν — (gin). Οινοπνευματώδες ποτό, που παρασκευάζεται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες από σιτηρά (κριθάρι, σιτάρι, βρώμη) και αρωματίζεται με καρπούς κέδρου ή άλλες ουσίες (φλούδα λεμονιού ή πορτοκαλιού, κασσία, κάρδαμο, ρίζα ίριδας κ.ά.). Τη στιγμή… … Dictionary of Greek
υδροπυρόλυση — η, Ν τεχνολ. διεργασία πυρόλυσης σε ατμόσφαιρα υδρογόνου, η οποία επιτρέπει γενικά, στα πλαίσια τής κατεργασίας τών πετρελαίων, τη μετατροπή ενός κλάσματος τής εν κενώ αποστάξεως σε ελαφρότερα προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ … Dictionary of Greek